ἰάτωρ

ἰάτωρ

ἰάτωρ, ορος, ὁ, ion. ἰήτωρ, = ἰατρός, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιάτωρ — ἰάτωρ, ιων. τ. ἰήτωρ, ορος, ό (Α) γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι + τωρ (πρβλ. ηγή τωρ, οική τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοκράτωρ — ἀκτινοκράτωρ, ο (Α) αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς ῖνος + κράτωρ (μεταπλασμένος τ. τού τέρματος κρατής < κράτος, κρατῶ, με επίδραση τών ονομάτων σε τωρ, πρβλ. ρήτωρ, ἰάτωρ, πράτωρ κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • ιήτωρ — ἰήτωρ, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. ιάτωρ …   Dictionary of Greek

  • ιατορία — ἰατορία, ιων. τ. ἰητορίη, ἡ (Α) [ιάτωρ] η ιατρική («ὁ χειροτέχνης ἰατορίας» ο χειρουργός, Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”