- ἰάτειρα
ἰάτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰάτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιάτειρα — ἰάτειρα, ἡ (ΑΜ) βλ. ιατήρ … Dictionary of Greek
ιατήρ — ἰατήρ, επικ. τ. ἰητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. ἰάτειρα, Α και ιων. τ. ἰήτειρα (Α) 1. ο γιατρός 2. θεραπευτής («ἰητῆρα κακῶν», Ομ. Οδ.) 3. σωτήρας, λυτρωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι ο τ. ιατήρ μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή ijate] … Dictionary of Greek