ἰο-λόχευτος

ἰο-λόχευτος

ἰο-λόχευτος, aus Gift erzeugt, Procl. H. 1, 41.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιολόχευτος — ἰολόχευτος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε από δηλητήριο, αυτός που βγήκε από φαρμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + λόχευτος (< λοχεύω), πρβλ. α λόχευτος αρτι λόχευτος] …   Dictionary of Greek

  • πυριλόχευτος — ὁ, Μ (κυρίως ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + λοχεύω «γεννώ» (πρβλ. ιο λόχευτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”