ἰληδόν, schaarenweis, = εἰληδόν, Qu. Sm. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιληδόν — ἰληδόν (Α) επίρρ. βλ. ιλαδόν … Dictionary of Greek
ιλαδόν — ἰλαδόν και ἰληδόν (Α) επίρρ. 1. κατά ίλες, σε ίλες 2. άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + κατάλ. τροπ. επιρρ. δον (πρβλ. αναφαν δόν, πρηνη δόν). Ο τ. ἰλαδόν ήταν πιο εύχρηστος για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek