- ὰλλό-φωνος
ὰλλό-φωνος, eine fremde Sprache redend, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὰλλό-φωνος, eine fremde Sprache redend, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλλόφωνος — η, ο (Α ἀλλόφωνος, ον) αυτός που μιλάει άλλη ξένη γλώσσα, ο αλλόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + φωνος < φωνή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοφωνία μσν. ἀλλοφωνώ] … Dictionary of Greek
ισόφωνος — η, ο αυτός που έχει όμοια φωνή με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ομό φωνος, υψί φωνος] … Dictionary of Greek
υστερόφωνος — ον, ΜΑ αυτός που αντηχεί μετά από κάποιον άλλο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑστερόφωνον η αντήχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ἀγριό φωνος, ὁμό φωνος] … Dictionary of Greek