ἰλλός

ἰλλός

ἰλλός, , der die Augen verdreht, schielt; ἰλλὸς γεγένημαι προςδοκῶν Ar. Thesm. 846, wie wir sagen "ich habe mich fast blind gesehen"; nach Moeris att. für das hellenistische στραβός. Schol. Ar. führt aus Sophron auch ἰλλότερος an.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἰλλός — squinting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴλλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίλλος — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… …   Dictionary of Greek

  • ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… …   Dictionary of Greek

  • ἰλλοῖς — ἰλλός squinting masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλλοί — ἰλλός squinting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλλοῦ — ἰλλός squinting masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλλούς — ἰλλός squinting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλλόν — ἰλλός squinting masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴλλους — ἴλλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴλλῳ — ἴλλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”