- ἰθυντήρ
ἰθυντήρ, ῆρος, ὁ, der Gerademachende, Lenkende; Theocr. Syrinx (XV, 21); σιδήρου Coluth. 64; Steuermann, Ap. Rh. 4, 209. 1260.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰθυντήρ, ῆρος, ὁ, der Gerademachende, Lenkende; Theocr. Syrinx (XV, 21); σιδήρου Coluth. 64; Steuermann, Ap. Rh. 4, 209. 1260.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιθυντήρ — ἰθυντήρ, ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α) 1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος 2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειρα επίθ. τής Δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. τηρ (θηλ. τειρα), πρβλ. δο τήρ, κυβερνη … Dictionary of Greek
ἰθυντήρ — ἰ̱θυντήρ , ἰθυντήρ guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθυντής — ἰθυντής, ὁ (ΑΜ) [ιθύνω] 1. ο ιθυντήρ*, ο κυβερνήτης τού σκάφους 2. ο επίσκοπος … Dictionary of Greek
ιθύντειρα — ἰθύντειρα, ἡ (Α) βλ. ιθυντήρ … Dictionary of Greek
ιθύντωρ — ἰθύντωρ, ορος (Α) ιθυντήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. τωρ (πρβλ. γεννή τωρ, κλή τωρ)] … Dictionary of Greek
ἰθυντῆρα — ἰ̱θυντῆρα , ἰθυντήρ guide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυντῆρας — ἰ̱θυντῆρας , ἰθυντήρ guide masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυντῆρες — ἰ̱θυντῆρες , ἰθυντήρ guide masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυντῆρι — ἰ̱θυντῆρι , ἰθυντήρ guide masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυντῆρος — ἰ̱θυντῆρος , ἰθυντήρ guide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυντῆρσιν — ἰ̱θυντῆρσιν , ἰθυντήρ guide masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)