- ἰθυντήριος
ἰθυντήριος, ον, zum Gerademachen, Richten gehörig, geschickt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰθυντήριος, ον, zum Gerademachen, Richten gehörig, geschickt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιθυντήριος — α, ο (Α ἰθυντήριος, ον, θηλ. και ἰθυντηρία) αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο κατευθυντήριος νεοελλ. ναυτ. φρ. «ιθυντήρια σημεία» σημεία στην ξηρά, κοντά στην παραλία, που δίνουν τη δυνατότητα στον πλοίαρχο να κατευθύνει το πλοίο με ασφάλεια… … Dictionary of Greek
ἰθυντηρίων — ἰθυντήριος guiding fem gen pl ἰθυντήριος guiding masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυντήριον — ἰθυντήριος guiding masc acc sg ἰθυντήριος guiding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυντήριε — ἰθυντήριος guiding masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)