ἰλυόεις

ἰλυόεις

ἰλυόεις, εσσα, εν, schlammig, kothig, unrein; πεδίον Ap. Rh. 2, 823; ζάλον Nic. Th. 568; a. Sp.; ἀ χλ ύς Thco Al. 4 (App. 39).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιλυόεις — ἰλυόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + κατάλ. οεις (πρβλ. αλγιν όεις, διακρυ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • ἰλυόεις — muddy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυόεντα — ἰλυόεις muddy neut nom/voc/acc pl ἰλυόεις muddy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυοέσσης — ἰλυόεις muddy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυοέσσῃ — ἰλυόεις muddy fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυόεντες — ἰλυόεις muddy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυόεντι — ἰλυόεις muddy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυόεντος — ἰλυόεις muddy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυόεσσα — ἰλυόεις muddy fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυόεσσαν — ἰλυόεις muddy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιλύς — η (ΑΜ ἰλύς, ύος) 1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών 2. κατακάθι, καθίζημα αρχ. ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu «λάσπη μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”