- ἱμάλιος
ἱμάλιος, reichlich, überflüssig, Hesych. Auch eine Traubenart.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱμάλιος, reichlich, überflüssig, Hesych. Auch eine Traubenart.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιμάλιος — ἱμάλιος, ον (Α) [ιμαλιά] φρ. «ἱμάλιον μέλος» ιμαίον μέλος … Dictionary of Greek
ἱμάλιον — ἱμάλιος masc acc sg ἱμάλιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμαλίην — ἱμάλιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱμαλίοιο — Ἱμάλιος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμαλίοιο — ἱμάλιος masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱμάλιον — Ἱμάλιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμαλίας — ἱμαλίᾱς , ἱμάλιος fem acc pl ἱμαλίᾱς , ἱμάλιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)