- ἰβάνη
ἰβάνη, ἡ, Eimer zum Wasserschöpfen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰβάνη, ἡ, Eimer zum Wasserschöpfen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιβάνη — ἰβάνη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κάδος, ἀντλητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησύχ. ιβάνη και ίβανον συνδέονται με το ρ. είβω «διαχέω, επεκτείνομαι» … Dictionary of Greek
ἰβάνη — rope of a draw well fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἰ̱βάνη , ἰβανέω rope of a draw well imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἰβανέω rope of a draw well pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἰβανέω rope of a draw well imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰβάνῃ — ἰβάνη rope of a draw well fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰβάνην — ἰβάνη rope of a draw well fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰβάνης — ἰβάνη rope of a draw well fem gen sg (attic epic ionic) ἰ̱βάνης , ἰβανέω rope of a draw well imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἰβανέω rope of a draw well imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίβανον — ἴβανον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιβάνη] … Dictionary of Greek