- ἱμάντινος
ἱμάντινος, von ledernen Riemen gemacht; ϑύσανοι Her. 4, 189; δεσμά Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱμάντινος, von ledernen Riemen gemacht; ϑύσανοι Her. 4, 189; δεσμά Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιμάντινος — ἱμάντινος, ίνη, ον (Α) αυτός που αποτελείται από ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
ἱμάντινα — ἱμάντινος of leathern thongs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμάντινοι — ἱμάντινος of leathern thongs masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek
ιμαντοπέδη — ἱμαντοπέδη, ἡ (Α) (για τα πλοκάμια τού πολύποδα) ιμάντινος δεσμός, σφιχτό δέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + πέδη «δεσμός»] … Dictionary of Greek