- ἰξο-φορεύς
ἰξο-φορεύς, ὁ, = Folgdm, Ep. ad. 397 (IX, 209).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰξο-φορεύς, ὁ, = Folgdm, Ep. ad. 397 (IX, 209).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιξοφορεύς — ἰξοφορεύς, έως, ὁ (Α) ο αλειμμένος με ιξό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. λιμο φορεύς, ρηνο φορεύς] … Dictionary of Greek