- ἰξο-φάγος
ἰξο-φάγος, = ἰξοβόρος, Arist. bei Ath. II, 65 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰξο-φάγος, = ἰξοβόρος, Arist. bei Ath. II, 65 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιξοφάγος — ἰξοφάγος, ον (Α) ιξοβόρος, αυτός που τρώει τον ιξό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φάγος (< θ. φαγ τού ἔ φαγ ον που χρησιμεύει ως αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, φυτο φάγος] … Dictionary of Greek