ἰξο-φόρος

ἰξο-φόρος

ἰξο-φόρος, Leimruthen tragend, δόνακες Opp. H. 1, 32, öfter; auch δρύες, Soph. fr. 354; als v. l. Iliad. 14, 398 δρυσὶν ἰξοφόροισιν für ὑψικόμοισιν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιξοφόρος — ο (Α ἰξοφόρος, ον) ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.) αρχ. (για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, μισθο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”