ἴουλος

ἴουλος

ἴουλος, (vgl. οὖλος), 1) das Milchhaar, die erste Spur des Barthaares, gew. im plur., ἴουλοι ὑπὸ κροτάφοισιν, Backenbart, Od. 11, 319; στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων Aesch. Spt. 516; τούτῳ παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καϑέρπει Xen. Conv. 4, 23; λεπτοί Asclepds. 1 (XII, 36); ἀνϑήσαντες Antp. Th. 21 (VI, 198), öfter in der Anth., vgl. Ep. ad. 695 (App. 306). – 21 die Korngarbe, vgl. οὖλος u. nom. propr. Οὐλώ u. Ἰουλώ; auch ein Lied zu Ehren der Demeter, Schol. zu Lycophr. 23 u. Semus Ath. XIV, 618 d. – 31 die männliche Blüthe bei Pflanzen mit getrennten Geschlechtern, Theophr. – 41 ein Insekt, der Vielfuß, Arist. H. A. 4, 1, neben dem σκολόπενδρον genannt, vgl. 5, 32; bei Ath. VII, 305 a nennt Numenius die Regenwürmer so; vgl. Arat. Dios. 225 u. Schol. – 51 = ἰουλίς, Eratosth. Ath. VII, 284 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἴουλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴουλος — down masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

  • ίουλος — ο 1. το πρώτο χνούδι στα μάγουλα των εφήβων. 2. είδος βοτρυοειδούς ταξιανθίας με μορφή τσαμπιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἰούλοις — Ἴουλος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰούλοις — ἴουλος down masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰούλου — Ἴουλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰούλου — ἴουλος down masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰούλους — Ἴουλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰούλους — ἴουλος down masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰούλων — Ἴουλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”