- ἰδανικός
ἰδανικός, nur in der Vorstellung vorhanden, ideell, κόσμος Tim. Locr. 97 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδανικός, nur in der Vorstellung vorhanden, ideell, κόσμος Tim. Locr. 97 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδανικός — ή, ό (Α ἰδανικός, ή, όν) αυτός που συλλαμβάνεται μόνο με αφηρημένη σκέψη και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αυτός που υπάρχει κατ ιδέαν (α. «ιδανικός έρωτας» β. «τὸν ἰδανικόν κόσμον») νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο, ο… … Dictionary of Greek
ιδανικός — ή, ό επίρρ. ά 1. απόλυτα τέλειος: Ιδανικό πολίτευμα. – Ιδανική κυβέρνηση. – Ιδανική μέρα για εκδρομή. – Ιδανική περίπτωση. – Όλες οι εργασίες έγιναν με τον πιο ιδανικό τρόπο. 2. φανταστικός, αυτός που υπάρχει μόνο ως ιδέα: Ιδανική πολιτεία του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδανικόν — ἰδανικός existing in idea masc acc sg ἰδανικός existing in idea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αυτοάνθρωπος — αὐτοάνθρωπος, ο (Α) 1. ο ιδανικός, ο ιδεώδης άνθρωπος 2. (για ανδριάντα) αληθινός άνθρωπος … Dictionary of Greek
ειδωλόπλαστος — εἰδωλόπλαστος, ον (Α) ιδανικός, ιδεατός … Dictionary of Greek
εξιδανικεύω — αποδίδω σε κάτι ή κάποιον τα χαρακτηριστικά τού ιδεώδους, αφαιρώντας τα υλικά, συνήθη ή δυσμενή στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιδανικεύω (< ιδανικός) τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] … Dictionary of Greek
ιδανικεύω — ανυψώνω κάτι σε ιδανική μορφή, αποδίδω σε κάτι ιδανική υπόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα από τον Π. Βράιλα Αρμένη] … Dictionary of Greek
ιδανικότητα — η η ιδιότητα τού ιδανικού, το να είναι κάποιος ή κάτι ιδανικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανικός. Η λ. στον λόγιο τ. ιδανικότης μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο] … Dictionary of Greek
ιδανός — ἰδανός, όν (Α) ωραίος, κομψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδείν (απρμφ. αόρ. β τού ορώ) + ανός κατά τα ικ ανός, πιθ ανός. Η λ. χρησιμοποιείται ως επίθ. τών χαρίτων και παράγει το επίθ. ιδανικός] … Dictionary of Greek