- ἴνδαλμα
ἴνδαλμα, τό, Abbild, Ael. H. A. 17, 35 u. a. Sp., Iren. 3 (V, 251).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴνδαλμα, τό, Abbild, Ael. H. A. 17, 35 u. a. Sp., Iren. 3 (V, 251).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴνδαλμα — form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίνδαλμα — το (ΑΜ ἴνδαλμα) [ινδάλλομαι] 1. ομοίωμα, μορφή, εικόνα 2. πλάσμα τής φαντασίας, ιδεατή μορφή νεοελλ. 1. ιδεώδες, ιδανικό 2. ιδεώδης ύπαρξη, αντικείμενο λατρείας αρχ. 1. είδωλο 2. στον πληθ. τὰ ἰνδάλματα οι ψευδαισθήσεις, οι παραισθήσεις … Dictionary of Greek
ίνδαλμα — το, ατος 1. φανταστική εικόνα. 2. αντικείμενο αγάπης ή λατρείας, ιδεώδης ύπαρξη: Αυτός ο καλλιτέχνης ήταν το ίνδαλμα των νέων της εποχής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰνδαλμάτων — ἴνδαλμα form neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδάλμασι — ἴνδαλμα form neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδάλμασιν — ἴνδαλμα form neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδάλματα — ἴνδαλμα form neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδάλματι — ἴνδαλμα form neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδάλματος — ἴνδαλμα form neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՈՒՐՈՒԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0560 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա.գ. φανταστικός speciem meram habens ἵνδαλμα species, spectrum . Ի բառէս Ուրու. (ռմկ. րույ, իւրեա ). որպէս թէ երեւական. երեւութական ինչ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
JO — filia Inachi fluvii, a Iove adamata, Epaphi ex illo mater, quam ob interventum Iunonis, ne agnosceretur, Iuppiter in iuvencam transformavit: Iuno tamen suspicata id quod res erat, vaccam eam a Iove sibi dono dari postulavit: quam cum accepisset,… … Hofmann J. Lexicon universale