ἰδιό-φωνος

ἰδιό-φωνος

ἰδιό-φωνος, mit eigener Stimme, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιόφωνος — η, ο (Α ἰδιόφωνος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιόφωνα κατηγορία μουσικών οργάνων στα οποία ο ήχος παράγεται από τις δονήσεις ενός συμπαγούς υλικού, όπως είναι το ξύλο, το μέταλλο ή η πέτρα αρχ. αυτό που λέγεται από κάποιον με τη δική …   Dictionary of Greek

  • ομόφωνος — η, ο (ΑΜ ὁμόφωνος, ον) 1. αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον, ομόγλωσσος («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῑον καὶ ὁμοφώνους τοῑς Λακεδαιμονίοις», Θουκ.) 2. μουσ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • οικειόφωνος — οἰκειόφωνος, ον (Α) αυτός που μιλά με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. επίρρ... οἰκειοφώνως (Α) με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • ταυτόφωνος — η, ο / ταὐτόφωνος, ον, ΝΜ αυτός που έχει ή που αποδίδει την ίδια φωνή ή τον ίδιο ήχο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ομό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”