ἰδιό-χρωμος

ἰδιό-χρωμος

ἰδιό-χρωμος, dasselbe, Artemid. 2, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιόχρωμος — η, ο (ΑΜ ἰδιόχρωμος, ον) αυτός που έχει δικό του φυσικό χρώμα αρχ. αυτός που διατηρεί ανεξίτηλο το χρώμα του, αυτός που δεν ξεθωριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • ομόχρωμος — η, ο (ΑΜ ὁμόχρωμος, ον) αυτός που έχει τον ίδιο χρωματισμό με άλλον, ομοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ολόχρωμος — η, ο αυτός που έχει ολόκληρος το ίδιο χρώμα, μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • ομοιόχρωμος — η, ο 1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με έναν άλλο 2. βιολ. αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο τής ομοιοχρωμίας. επίρρ... ομοιόχρωμα με το ίδιο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + χρωμος (< χρώμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”