- ἰδιό-φυτον
ἰδιό-φυτον, τό, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδιό-φυτον, τό, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… … Dictionary of Greek