ίδρις — ἴδρις, ι (Α) 1. ο πεπειραμένος, ο γνώστης («ἀνήρ ἴδρις», Ομ. Οδ.) 2. ως ουσ. α) ο προνοητικός β) το μυρμήγκι («ἴδρις σωρόν ἀμᾱται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίδρις (< *Fιδ ρις) αποτελεί παρ. τού ρ. οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα … Dictionary of Greek
ἴδρις — ἴδρῑς , ἴδρις experienced acc pl (epic doric ionic aeolic) ἴδρις experienced nom sg ἴδρις experienced neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδρεις — ἴδρις experienced masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἴδρις experienced nom/acc pl (attic) ἴδρις experienced masc/fem nom pl (attic epic ionic) ἴδρις experienced nom pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδρι — ἴδρις experienced voc sg ἴδρῑ , ἴδρις experienced dat sg (epic doric ionic aeolic) ἴδρις experienced neut voc sg ἴδρῑ , ἴδρις experienced neut dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδρεος — ἴδρις experienced gen sg (attic epic ionic) ἴδρις experienced neut gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδριες — ἴδρις experienced masc/fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) ἴδρις experienced masc/fem nom pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδριν — ἴδρις experienced acc sg ἴδρις experienced neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδριος — ἴδρις experienced gen sg (attic epic doric ionic aeolic) ἴδρις experienced neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδρη — ἴδρις experienced nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδριας — ἴδρις experienced masc/fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδρισιν — ἴδρις experienced dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)