ιμείρω — ἱμείρω και ἰμέρρω (Α) 1. επιθυμώ σφοδρά, ποθώ 2. επιθυμώ να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίμερος] … Dictionary of Greek
ἱμείρω — ἱ̱μείρω , ἱμείρω long for aor ind mid 2nd sg ἱ̱μείρω , ἱμείρω long for pres subj act 1st sg ἱ̱μείρω , ἱμείρω long for pres ind act 1st sg ἱ̱μείρω , ἱμείρω long for aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμειρόμεθα — ἱ̱μειρόμεθα , ἱμείρω long for aor subj mid 1st pl (epic) ἱ̱μειρόμεθα , ἱμείρω long for imperf ind mp 1st pl ἱ̱μειρόμεθα , ἱμείρω long for pres ind mp 1st pl ἱ̱μειρόμεθα , ἱμείρω long for imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμείρεσθε — ἱ̱μείρεσθε , ἱμείρω long for imperf ind mp 2nd pl ἱ̱μείρεσθε , ἱμείρω long for pres imperat mp 2nd pl ἱ̱μείρεσθε , ἱμείρω long for pres ind mp 2nd pl ἱ̱μείρεσθε , ἱμείρω long for imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμείρετε — ἱ̱μείρετε , ἱμείρω long for imperf ind act 2nd pl ἱ̱μείρετε , ἱμείρω long for pres imperat act 2nd pl ἱ̱μείρετε , ἱμείρω long for pres ind act 2nd pl ἱ̱μείρετε , ἱμείρω long for imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμείρῃ — ἱ̱μείρῃ , ἱμείρω long for aor subj mid 2nd sg ἱ̱μείρῃ , ἱμείρω long for pres subj mp 2nd sg ἱ̱μείρῃ , ἱμείρω long for pres ind mp 2nd sg ἱ̱μείρῃ , ἱμείρω long for pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵμειρ' — ἵ̱μειρε , ἱμείρω long for imperf ind act 3rd sg ἵ̱μειρε , ἱμείρω long for pres imperat act 2nd sg ἵ̱μειραι , ἱμείρω long for aor imperat mid 2nd sg ἵ̱μειρε , ἱμείρω long for imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμείρομεν — ἱ̱μείρομεν , ἱμείρω long for imperf ind act 1st pl ἱ̱μείρομεν , ἱμείρω long for pres ind act 1st pl ἱ̱μείρομεν , ἱμείρω long for imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμείρου — ἱ̱μείρου , ἱμείρω long for imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἱ̱μείρου , ἱμείρω long for pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἱ̱μείρου , ἱμείρω long for imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
εφιμείρω — ἐφιμείρω (Α) (επιτ. τ.), βλ. ιμείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱμείρω «επιθυμώ»] … Dictionary of Greek