- ἱμαντό-πους
ἱμαντό-πους, οδος, ὁ, Riemenbein, ein langbeiniger Sumpfvogel, Opp. I x. 2, 9; vgl. loripes bei Plin. H. N. 5, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱμαντό-πους, οδος, ὁ, Riemenbein, ein langbeiniger Sumpfvogel, Opp. I x. 2, 9; vgl. loripes bei Plin. H. N. 5, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συριγγόποδες — οἱ, Α (ενν. στίχοι) πιθ. στίχοι που ελαττώνονται βαθμιαία ως προς το μήκος όπως οι αυλοί τής σύριγγας, τού αυλού τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἰμαντό πους] … Dictionary of Greek