- ἱματιο-πῶλις
ἱματιο-πῶλις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Ath. III, 76 a; ἡ ἱματιόπωλις (so accent.) ἀγορά, Kleidermarkt, Poll. 7, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱματιο-πῶλις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Ath. III, 76 a; ἡ ἱματιόπωλις (so accent.) ἀγορά, Kleidermarkt, Poll. 7, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.