- ὰκέστρια
ὰκέστρια, ἡ, Näherin, Flickerin, Luc. Rhet. pr. 24: Plut. Aemil. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὰκέστρια, ἡ, Näherin, Flickerin, Luc. Rhet. pr. 24: Plut. Aemil. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκεστρίᾳ — ἀκεστρίᾱͅ , ἀκέστρια sempstress fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέστρια — ἀκέστρια, η (Α) 1. η γιάτρισσα ή η μαμμή 2. η ράφτρα (Λουκ. Ρητ. διδ. 24). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τής λ. ἀκεστήρ*] … Dictionary of Greek
ἀκέστρια — sempstress fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστρίας — ἀκεστρίᾱς , ἀκέστρια sempstress fem acc pl ἀκεστρίᾱς , ἀκέστρια sempstress fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστριῶν — ἀκέστρια sempstress fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστρίαις — ἀκέστρια sempstress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστριαι — ἀκέστρια sempstress fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστριαν — ἀκέστρια sempstress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρογία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκέστρια» … Dictionary of Greek