ὰ-κέρδεια

ὰ-κέρδεια

ὰ-κέρδεια, , Gewinnlosigkeit, dah. Schaden, Pind. Ol. 1, 53 (Schol. βλάβη); Artemid. 1. 70.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κερδεία — κερδεία, ἡ (Α) [κέρδος] (κατά τον Ησύχ.) «πανουργία, ἀλωπεκία», δολιότητα …   Dictionary of Greek

  • κερδείη — κερδεία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανιδιοτέλεια — η αφιλοχρηματία, αφιλο κέρδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”