- ᾱγέτας
ᾱγέτας, ὁ, dor. = ἡγέτης, Führer, Agath. 28 (VI, 167); Orph. H. 52, 7 ändert Herm. ἡγέτα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ᾱγέτας, ὁ, dor. = ἡγέτης, Führer, Agath. 28 (VI, 167); Orph. H. 52, 7 ändert Herm. ἡγέτα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοχαγέτας — λοχαγέτας, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί τού άχρ. λοχηγέτης) λοχαγός («ἄνδρες γὰρ ἑπτὰ θούριοι λοχαγέται, ταυροσφαγοῡντες ἐς μελάνδετον σάκος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + ᾱγέτᾱς (< ἡγέτης < ἡγοῦμαι), πρβλ. αρχ αγέτας, λ… … Dictionary of Greek
Ληναγέτας — Ληναγέτας, ὁ (Α) ο αρχηγός τής πομπής τών Βακχών που βρίσκονταν σε έκσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λῆναι + ᾱγέτας (δωρ. τ. τού αγέτης< ἄγω). Το ᾱ τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
μουσηγέτης — Προσωνύμιο του Απόλλωνα. Βλ. λ. Μουσαγέτης ή Μουσηγέτης ή Μοισαγέτας. * * * μουσηγέτης, δωρ. τ. μουσαγέτας, ὁ (Α) 1. ως κύριο όν. (για τον Απόλλωνα) ο ηγέτης τών Μουσών 2. συνθέτης μελωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα (Ι) + ᾱγέτας / ηγέτης (<… … Dictionary of Greek