- ἰκμαἶος
ἰκμαἶος, ὁ, Beiname des Zeus, der Befeuchtende, Regenspendende, Ap. Rh. 2, 522.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰκμαἶος, ὁ, Beiname des Zeus, der Befeuchtende, Regenspendende, Ap. Rh. 2, 522.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ικμαίος — ἰκμαῑος, ὁ (Α) [ικμάς] (ως επίθ. τού Διός) αυτός που υγραίνει τη γή, αυτός που χαρίζει ικμάδα … Dictionary of Greek
ἰκμαίοιο — ἰκμαῖος god of rain masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμαίου — ἰκμαῖος god of rain masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμαίῳ — ἰκμαῖος god of rain masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Зевс — У слова «Зевс» есть и другие значения: см. Зевс (значения). Зевс … Википедия
Icmaevs — ICMAEVS, i, Gr. Ἰκμαῖος, ου, ein Beynamen des Jupiters, unter welchem ihm Aristäus einen Altar in der Insel Ceo aufrichtete. Apollon. l. II. v. 524 … Gründliches mythologisches Lexikon
ίκμιος — ἴκμιος, ον, θηλ. και ία (Α) [ικμάς] 1. υγρός 2. (ως επίθ. τού Αρισταίου) ικμαίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ικμ άς + ιος αντί τού *ικμά διος < θ. ικμάδ τού ἰκμάς, άδος] … Dictionary of Greek
ικμάδα — η (ΑΜ ἰκμάς, άδος) η υγρασία τής γης και η θρεπτική της δύναμη την οποία απομυζούν τα φυτά νεοελλ. στοιχείο ζωτικότητας, η δύναμη για ζωή αρχ. 1. φυσική υγρασία 2. κάθε είδος ζωικών χυμών ή εκκρίσεων 3. σταγόνα, στάλα 4. φρ. «ἰκμὰς Βάκχου» το… … Dictionary of Greek