- ὰ-καίριος
ὰ-καίριος, = ἄκαιρος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὰ-καίριος, = ἄκαιρος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καίριος — in masc nom sg καίριος in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίριος — α, ο (AM καίριος, ία, ον) [καιρός] 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, εύστοχος, αποτελεσματικός («καίρια επέμβαση») 2. (για πληγή) επικίνδυνος, θανατηφόρος, θανάσιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το καίριο(ν) μέρος ή όργανο τού σώματος… … Dictionary of Greek
καίριος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή: Το ύψωμα καταλήφτηκε με καίρια επέμβαση του στρατού. 2. επικίνδυνος, θανατηφόρος: Δέχτηκε ένα καίριο χτύπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καιριώτερον — καίριος in adverbial comp καίριος in masc acc comp sg καίριος in neut nom/voc/acc comp sg καίριος in masc acc comp sg καίριος in neut nom/voc/acc comp sg καίριος in adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιριωτάτων — καίριος in fem gen superl pl καίριος in masc/neut gen superl pl καίριος in fem gen superl pl καίριος in masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιριωτέρων — καίριος in fem gen comp pl καίριος in masc/neut gen comp pl καίριος in fem gen comp pl καίριος in masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιριώτατα — καίριος in adverbial superl καίριος in neut nom/voc/acc superl pl καίριος in adverbial superl καίριος in neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιριώτατον — καίριος in masc acc superl sg καίριος in neut nom/voc/acc superl sg καίριος in masc acc superl sg καίριος in neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρίως — καίριος in adverbial καίριος in masc acc pl (doric) καίριος in adverbial καίριος in masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίριον — καίριος in masc acc sg καίριος in neut nom/voc/acc sg καίριος in masc/fem acc sg καίριος in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρίων — καίριος in fem gen pl καίριος in masc/neut gen pl καίριος in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)