- ἱζηματίας
ἱζηματίας σεισμός, Erdbeben mit Erdsenkungen, Io. Lyd. ost. p. 188 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱζηματίας σεισμός, Erdbeben mit Erdsenkungen, Io. Lyd. ost. p. 188 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιζηματίας — ἱζηματίας, ὁ (Α) (ενν. σεισμός) σεισμός που επιφέρει καθιζήσεις, χάσματα τής γης, αλλ. χασματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζημα + κατάλ. ιας*] … Dictionary of Greek
ἱζηματίας — ἱζηματίᾱς , ἱζηματίας which causes subsidence masc acc pl ἱζηματίᾱς , ἱζηματίας which causes subsidence masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱζηματίαι — ἱζηματίας which causes subsidence masc nom/voc pl ἱζηματίᾱͅ , ἱζηματίας which causes subsidence masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)