- ἱερᾱκίζω
ἱερᾱκίζω, wie ein Habicht schreien; Theophr.; Ael. H. A. 7, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱερᾱκίζω, wie ein Habicht schreien; Theophr.; Ael. H. A. 7, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερακίζω — ἱερακίζω (Α) [ιέραξ] φωνάζω σαν γεράκι … Dictionary of Greek
ἱερακίζοντες — ἱερακίζω behave like a hawk pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερακίζωσιν — ἱερακίζω behave like a hawk pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek
ιερακιστί — ἱερακιστί (Α) [ιερακίζω] επίρρ. σε γλώσσα γερακιού … Dictionary of Greek