- ἰκτερόεις
ἰκτερόεις, εσσα, εν, dasselbe, Nic. Al. 475.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰκτερόεις, εσσα, εν, dasselbe, Nic. Al. 475.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ικτερόεις — ἰκτερόεις, εσσα, εν (Α) ικτεριώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. (ο)εις, (πρβλ. αλγιν όεις, δακρυ όεις)] … Dictionary of Greek
ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… … Dictionary of Greek