ἱερᾱκίτης

ἱερᾱκίτης

ἱερᾱκίτης, , eine Steinart, Habichtstein, Plin. H. N. 37, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερακίτης — ἱερακίτης, ὁ (Α) [ιέραξ] 1. είδος λίθου που έχει το χρώμα τού λαιμού τού γερακιού 2. το βότανο ιεράκιο* …   Dictionary of Greek

  • ἱερακίτης — stone of the colour of a hawk s neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερακιτῶν — ἱερακίτης stone of the colour of a hawk s neck masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερακίταις — ἱερακίτης stone of the colour of a hawk s neck masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερακίτην — ἱερακίτης stone of the colour of a hawk s neck masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερακίτου — ἱερακίτης stone of the colour of a hawk s neck masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”