- ἱερᾱκίσκος
ἱερᾱκίσκος, ὁ, dim. von ἱέραξ, Ar. Av. 1112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱερᾱκίσκος, ὁ, dim. von ἱέραξ, Ar. Av. 1112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερακίσκος — ἱερακίσκος, ὁ (Α) μικρό γεράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ιέραξ*] … Dictionary of Greek
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek
ἱερακίσκον — ἱερᾱκίσκον , ἱερακίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)