- ἱερᾱκό-μορφος
ἱερᾱκό-μορφος, von Habichtsgestalt, ϑεοί Sext. Emp. pyrrh. 3, 219.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱερᾱκό-μορφος, von Habichtsgestalt, ϑεοί Sext. Emp. pyrrh. 3, 219.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυκνόμορφος — κυκνόμορφος, ον (Α) αυτός που μοιάζει, ως προς τη μορφή ή τη λευκότητα, με κύκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + μορφος (< μορφή), πρβλ. αετό μορφος, ιερακό μορφος] … Dictionary of Greek