- ἱερ-ώνυμος
ἱερ-ώνυμος, mit heiligem Namen, Luc. Lexiph. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱερ-ώνυμος, mit heiligem Namen, Luc. Lexiph. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek