ἱερᾱκιδεύς

ἱερᾱκιδεύς

ἱερᾱκιδεύς, , das Junge des ἱέραξ, Eust. 753, 56.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερακιδεύς — ἱερακιδεύς, έως, ό (Μ) [ιέραξ] ο νεοσσός τού γερακιού …   Dictionary of Greek

  • ἱερακιδεῖς — ἱερακιδεύς young hawk masc acc pl ἱερακιδεύς young hawk masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”