- ἵππ-αιχμος
ἵππ-αιχμος, zu Pferde kämpfend, λαός, Pind. N. 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἵππ-αιχμος, zu Pferde kämpfend, λαός, Pind. N. 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όμαιχμος — ὅμαιχμος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται μαζί με κάποιον, σύμμαχος, συμπολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. ίππ αιχμος] … Dictionary of Greek
ίππαιχμος — ἵππαιχμος, ον (Α) αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέτ αιχμος, σύν αιχμος] … Dictionary of Greek