ἵππος

ἵππος

ἵππος, , das Pferd, Roß, , die Stute, von Hom. an, der am häufigsten das fem. braucht, überall; wo Hom. die Geschlechter besonders be, eichnen will, sagt er ϑήλεες ἵπποι, Il. 5, 269, ἵπποι ϑήλειαι, 11, 681 Od. 4, 636, ἄρσενες ἵπποι, 13, 81; oἱ ἵπποι sind häufig die Rosse vor den Kampfwagen, u. nicht selten der Streitwagen selbst, wie ἀφ' ἵππων, vom Wagen herab, Il. 5, 13. 19, ἵππων ἐπιβησόμενος, im Begriff, auf den Wagen zu steigen, 46, καϑ' ἵππων ἆλτο, er sprang vom Wagen herab, 111, τοὺς ἐξ ἵππων βῆσε, aus dem Wagen, 163, öfter. Ggstz πεζοί, Od. 14, 267; λαός τε καὶ ἵπποι, die Schaar der Fußkämpfer u. die Edlen, die auf den Wagen kämpfen, Il. 18, 153; so auch κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας, 2, 554. 16, 167. 20, 157. Reiterei kommt im Homer noch gar nicht vor. Hom. nennt die Rosse ἀερσίποδες, Il. 23, 475, αἴϑωνες, καλλίτριχες, μώνυχες, ὑψηχέες, ὠκέες, ὠκύποδες; Pind. ἀκαμαντόποδες, Ol. 3, 4, σιδηροχάρμης, P. 2, 2, ἀελλόποδες u. ä. – Ἡ ἵππος, die Reiterei, Her. 1, 80; χιλίη ἵππος, μυρίη, tausend Mann Reiterei, 5, 63. 7, 41, wie Aesch. ἵππου μελαίνης τριςμυρίας, Pers. 307, vgl. 294; διακοσία Thuc. 1, 62; Xen. Cyr. 4, 6, 2 u. A. – Bei Ath. VII, 304 e Name eines Fisches, vielleicht Seepferdchen, vgl. ἱππίδιον. – Die weiblichen Geschlechtstheile, Arist. H. A. 6, 18; Ael. H. N. 4, 11 καὶ τῶν γυναικῶν τὰς ἀκολάστους ὑπὸ τῶν σεμνοτέρως αὐτὰς εὐϑυνόντων καλεῖσϑαι ἵππους. – Ein Fehler der Augen, wenn sie sich stets auf u. zu bewegen, das Zwinkern, Medic. – In den Zusammensetzungen drückt es zuweilen den Begriff des sehr Großen, Uebermäßigen aus, wie auch bei uns "pferdemäßig" gesagt wird. Vgl. ἱππόκρημνος, ἱππόπορνος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἵππος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππος — horse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • ίππος — ο 1. άλογο: Εκτρέφει ίππους. 2. όργανο για τη γυμναστική που έχει σχήμα ίππου. 3. μονάδες μέτρησης της δύναμης των μηχανών: Κινητήρας σαράντα ίππων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… …   Dictionary of Greek

  • Οκτώβριος ίππος — Εξιλαστήριο άλογο, που το θυσίαζαν κάθε χρόνο στη Ρώμη. Θυσία αλόγων γινόταν στα αρχαία χρόνια σε σπάνιες περιπτώσεις. Το αίμα του αλόγου που θυσιαζόταν στη Ρώμη, ανακατευόταν από τις Εστιάδες με τη στάχτη μοσχαριών και αποτελούσε καθαρτήριο… …   Dictionary of Greek

  • δούρειος ίππος — ο 1. το ξύλινο άλογο που επινόησε ο Οδυσσέας, με το οποίο οι Έλληνες ξεγέλασαν τους Τρώες και κυρίεψαν την Τροία. 2. μτφ., δόλιο μέσο, ενέδρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἵππω — Ἵππος masc nom/voc/acc dual Ἵππος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππω — ἵππος horse masc/fem nom/voc/acc dual ἵππος horse masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππῶν — Ἱππός masc gen pl Ἱππώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”