- ἵππ-αγρος
ἵππ-αγρος, ὁ, das wilde Pferd, Opp. Cyn. 3, 252.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἵππ-αγρος, ὁ, das wilde Pferd, Opp. Cyn. 3, 252.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] … Dictionary of Greek
χηνάγριον — τὸ, Α 1. μικρή άγρια χήνα 2. ονομασία γυναικείου κοσμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός, μέσω ενός αμάρτυρου *χήναγρος (< χήν + ἀγρός, πρβλ. ἵππ αγρος, σύ αγρος)] … Dictionary of Greek
ίππαγρος — ἵππαγρος, ὁ (Α) άγριος ίππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αγρος (< ἀγρός), πρβλ. βό αγρος, σύ αγρος. Για τη σειρά τών συνθετικών βλ. λ. ιπποπόταμος] … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek