- ἰχθυηρός
ἰχθυηρός, die Fische betreffend; πινακίσκος, Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; σπυρίς Poll. 6, 94; ζωμός Luc. Lex. 5; vgl. ἰχϑυάριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθυηρός, die Fische betreffend; πινακίσκος, Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; σπυρίς Poll. 6, 94; ζωμός Luc. Lex. 5; vgl. ἰχϑυάριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυηρός — ἰχθυηρός, ά, όν (Α) 1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια 2. ρυπαρός, δυσώδης 3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια 5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» ψαρόσουπα β) «πύλη ἡ… … Dictionary of Greek
ἰχθυηρός — fishy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηρόν — ἰχθυηρός fishy masc acc sg ἰχθυηρός fishy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηροῖς — ἰχθυηρός fishy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηροί — ἰχθυηρός fishy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηροῦ — ἰχθυηρός fishy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηρούς — ἰχθυηρός fishy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηρά — ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρά fishy fem nom/voc/acc dual ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρά fishy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰχθυηρός fishy neut nom/voc/acc pl ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρός fishy fem nom/voc/acc dual ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρός fishy fem nom/voc sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηρῶν — ἰχθυηρά fishy fem gen pl ἰχθυηρός fishy fem gen pl ἰχθυηρός fishy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ζάβατος — ζάβατος, ον (Α) 1. (αιολ. τ.), βλ. διαβατός 2. (κατά τον Ησύχ.) «πίναξ ἰχθυηρός», γαβάθα για ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα «διά» + βατός (< βαίνω)] … Dictionary of Greek