ἰχθυο-πώλης

ἰχθυο-πώλης

ἰχθυο-πώλης, , Fischhändler; com. bei Ath. VI, 224 f; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …   Dictionary of Greek

  • ζωοπώλης — ζῳοπόλης, ὁ (Α) αυτός που πωλεί ζώα, κυρίως για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳ(ο) (ΙΙ)* + πωλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντο πώλης, ιχθυο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • ιπποπώλης — ο πωλητής ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης οπωρο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • ισχαδοπώλης — ἰσχαδοπώλης, ό, θηλ. ἰσχαδόπωλις (Α) αυτός που πουλά ή εμπορεύεται ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, παντο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • καλαμοπώλης — καλαμοπώλης, ὁ (Α) πάπ. πωλητής καλαμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, σιτο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • καρυοπώλης — καρυοπώλης, ὁ (Α) ο πωλητής καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ζυθο πώλης, ιχθυο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • κολλοπώλης — κολλοπώλης, ὁ (Α) πωλητής κόλλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, οπωρο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • περιστεροπώλης — ὁ, Α έμπορος περιστεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • κρασοπουλειό — το (Μ κρασοπωλεῑον) μαγαζί όπου πωλείται κρασί, οινοπωλείο ή ταβέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασοπωλεῖον < κρασί + πωλεῖον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πωλείον, κρεο πωλείον. Ο τ. κρασοπουλειό προήλθε με κώφωση του ω , καταβιβασμό τού τόνου και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”