ἰχθυο-τρόφος

ἰχθυο-τρόφος

ἰχθυο-τρόφος, Fische fütternd, haltend, Sp., wie Plut. Lucull. 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωοτρόφος — (I) ζωοτρόφος, ον (Α) (για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος]. (II) ο (Α ζῳοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κουροτρόφος — Προσωνυμία αρχαίων ελληνικών θεοτήτων που προστάτευαν τους νέους. Ο Απόλλων, ο Ερμής, ο Ηρακλής μετά τη θεοποίησή του, η Αφροδίτη, η Άρτεμη κ.ά. ονομάζονταν Κ. Την ίδια ονομασία έφερε επίσης και μια θεά της Αθήνας, προστάτιδα των παιδιών. * * *… …   Dictionary of Greek

  • ζευγοτρόφος — ζευγοτρόφος, ον (Α) αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • θηριοτρόφος — ὁ (Α και ως επίθ. θηριοτρόφος, ον) το αρσ. ως ουσ. αυτός που διατηρεί θηριοτροφείο, που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις αρχ. ως επίθ. η χώρα ή ο τόπος όπου ζουν πολλά θηρία, θηριοβριθής, γεμάτος θηρία («[ἡ χώρα] εστίν… …   Dictionary of Greek

  • κτηνοτρόφος — ο (AM κτηνοτρόφος, ον) 1. (για τόπο ή χώρα) αυτός στον οποίο τρέφονται πολλά ζώα, ο κατάλληλος για εκτροφή και ευδοκίμηση ζώων (α. «κτηνοτρόφος περιοχή» β. «γῆ κτηνοτρόφος ἐστί», ΠΔ) 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κτηνοτρόφος αγρότης που έχει… …   Dictionary of Greek

  • λεοντοτροφία — λεοντοτροφία, ἡ (Α) η εκτροφή λιονταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεοντοτρόφος < λεοντ(ο) * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κουρο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • σαρκοτρόφος — ον, ΜΑ αυτός που προάγει ή παράγει τη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, οινο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • πιτυοτρόφος — ον, Α (για τόπο) αυτός που τρέφει πεύκα, που έχει αφθονία πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • λαγωτροφείον — και λαγοτροφεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου εκτρέφονται λαγοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείον, ιχθυο τροφείον] …   Dictionary of Greek

  • λωβοτροφείο — το (Α λωβοτροφεῑον) το ίδρυμα ή ο τόπος όπου ζουν οι λεπροί, λεπροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβός «λεπρός» + τροφεῖο ( τροφός < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείο, ιχθυο τροφείο] …   Dictionary of Greek

  • μυτιλοτροφείο — το παραθαλάσσια εγκατάσταση όπου εκτρέφονται μυτίλοι, δηλαδή μύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυτίλος «μύδι» + τροφείο (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιχθυο τροφείο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”