- ἰχθυ-φάγος
ἰχθυ-φάγος, = ἰχϑυο-φάγος, πελάγους σκύλακες, das sind Delphine, Philp. 72 (IX, 83).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθυ-φάγος, = ἰχϑυο-φάγος, πελάγους σκύλακες, das sind Delphine, Philp. 72 (IX, 83).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυοφάγος — το (Α ἰχθυοφάγος, ον) αυτός που τρέφεται με ψάρια, ψαροφάγος αρχ. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἰχθυοφάγοι όνομα φύλων τού Περσικού και τού Αραβικού Κόλπου που τρέφονταν αποκλειστικά με ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ … Dictionary of Greek
ιχθυφάγος — ἰχθυφάγος, ον (Α) ιχθυοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] … Dictionary of Greek