- ἰχθυ-φόνος
ἰχθυ-φόνος, Fische tödtend, Opp. Cyn. 2, 444.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰχθυ-φόνος, Fische tödtend, Opp. Cyn. 2, 444.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυφόνος — ἰχθυφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει, που αλιεύει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος, θηρο φόνος] … Dictionary of Greek