ἰχθυϊκός

ἰχθυϊκός

ἰχθυϊκός, = ἰχϑυηρός, LXX. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιχθυϊκός — ή, ό (Α ἰχθυϊκός, ή, όν) [ιχθύς] νεοελλ. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια αρχ. 1. ιχθυηρός* 2. επιγρ. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ ἰχθυϊκή και τὰ ἰχθυϊκά φόρος εισαγωγής ψαριών …   Dictionary of Greek

  • ἰχθυικά — ἰχθυικά̱ , ἰχθυική fishery toll fem nom/voc/acc dual ἰχθυικά̱ , ἰχθυική fishery toll fem nom/voc sg (doric aeolic) ἰχθυικός fishery toll neut nom/voc/acc pl ἰχθυικά̱ , ἰχθυικός fishery toll fem nom/voc/acc dual ἰχθυικά̱ , ἰχθυικός fishery toll… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • рыбный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. ἁλιέων, ἰχθηρός. ἰχθυϊκός) рыбацкий; относящийся к… …   Словарь церковнославянского языка

  • ιχθυακός — ἰχθυακός, ή, όν (Α) 1. ιχθυϊκός* 2. φρ. «ἰχθυακή πύλη» πύλη στην οποία πωλούσαν ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς + κατάλ. ακος (πρβλ. ηλι ακός, κοιλι ακός)] …   Dictionary of Greek

  • ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”