- ἰσό-κραιρος
ἰσό-κραιρος, mit gleichen Hörnern, Nonn. D. 27, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσό-κραιρος, mit gleichen Hörnern, Nonn. D. 27, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθόκραιρος — ὀρθόκραιρος, αίρα, ον, θηλ. και ος (Α) 1. (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», Ομ. Ιλ.) 2. (για πλοίο) αυτός τού οποίου τα άκρα προεξέχουν σαν κέρατα 3. (για οροσειρά) αυτός που έχει μυτερή κορυφή, οξυκόρυφος.… … Dictionary of Greek