ἰσό-κρῑθος

ἰσό-κρῑθος

ἰσό-κρῑθος, der Gerste gleich, an Werth, Pol. 2, 15, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύκριθος — ον, Α (για τόπο) αυτός που έχει πολύ, άφθονο κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισό κριθος, ομοιό κριθος] …   Dictionary of Greek

  • ομοιόκριθος — ὁμοιόκριθος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισό κριθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”