- ἰσό-γραφος
ἰσό-γραφος, in seinen Schriften gleich, τέττιξιν, wohlklingend wie die Cikaden, Timon. bei D. L. 3, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσό-γραφος, in seinen Schriften gleich, τέττιξιν, wohlklingend wie die Cikaden, Timon. bei D. L. 3, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερόγραφος — ἱερόγραφος, ον (Μ) (για την Αγία Γραφή) αυτός που έχει γραφεί με τρόπο που προσιδιάζει σε ιερά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γραφος* (πρβλ. ισό γραφος, μεσό γραφος)] … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
φασματογράφος — Με τον όρο αυτό είναι γνωστά δύο διαφορετικά όργανα: α) το φασματοσκόπιο, το εφοδιασμένο με συστήματα καταγραφής και ανάλυσης των φασμάτων, και β) ο φ. μάζας, που διαχωρίζει μεταξύ τους ιόντα ή μόρια που έχουν διαφορετική σχέση μεταξύ μάζας και… … Dictionary of Greek